- Βενετός
- οο κάτοικος της Βενετίας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βένετος — blue masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βένετος — η, ο (AM βένετος, ον) γαλάζιος ή γαλαζοπράσινος μσν. το αρσ. ως ουσ. oἱ Βένετοι οι Γαλάζιοι, μερίδα του Ρωμαϊκού και του Βυζαντινού Ιπποδρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < λατ. venetus, που χαρακτήριζε μια μερίδα του Ρωμαϊκού και αργότερα του… … Dictionary of Greek
βένετον — βένετος blue masc/fem acc sg βένετος blue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βενέτοις — βένετος blue masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βενέτου — βένετος blue masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βενέτους — βένετος blue masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βενέτων — βένετος blue masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βενέτῳ — βένετος blue masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βένετα — βένετος blue neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βένετε — βένετος blue masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)